Μερακλής
Με αυτό το παρωνύμιο χαρακτηρίζεται στη νεοελληνική αυτός που κατέχεται ή χαρακτηρίζεται από «μεράκι» από εξαιρετικό γούστο (μερακλής, τεχνίτης μερακλής).
Προέρχεται από τη τούρκικη λέξη «μεράκι» που σημαίνει σφοδρή επιθυμία ή καημός. «Το ΄χω μεράκι να...». Χρησιμοποιείται όμως και σε περιπτώσεις ευθυμίας «μπήκαν στα μεράκια» ή «μερακλώθηκαν», ως και σε εκδηλούμενο ζήλο καλαισθησίας «με μεράκι».
Λέγεται ότι το παρωνύμιο αυτό διαδόθηκε περισσότερο στους Αθηναίους στην εποχή του μεσοπολέμου, για κάποιο γηραιό φουστανελοφόρο φύλακα του Σταδίου ο οποίος έφερε με εξαιρετική επιμέλεια την ελληνική ενδυμασία διατηρώντας όμως και «αρειμάνιον μύστακα» που έβαφε με «καραμπογιά» μέχρι του θανάτου του στο μεσοπόλεμο.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
This article "Μερακλής" is from Wikipedia. The list of its authors can be seen in its historical and/or the page Edithistory:Μερακλής. Articles copied from Draft Namespace on Wikipedia could be seen on the Draft Namespace of Wikipedia and not main one.