You can edit almost every page by Creating an account. Otherwise, see the FAQ.

Τα Νέα Σχολικά Κτήρια του '30

Από EverybodyWiki Bios & Wiki
Μετάβαση σε:πλοήγηση, αναζήτηση


Η απόφαση πραγματοποίησης ενός προγράμματος κατασκευής σχολικών κτηρίων από την Κυβέρνηση Βενιζέλου (1928-‘32) -παράλληλα και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση- έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εδραίωση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η σημαντική ώθηση για την εφαρμογή του προγράμματος δίνεται από τον τότε νέο Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου (1930-’32), ο οποίος οργανώνει ένα «Γραφείο Μελετών», εξαρτώμενο από το Αρχιτεκτονικό Τμήμα του υπουργείου, και με προϊστάμενο τον Νίκο Μητσάκη. Η υπηρεσία επανδρώνεται με νέους αρχιτέκτονες, μεταξύ των οποίων διακρίνονται για το ανανεωτικό τους πνεύμα, εκτός από τον Πάτροκλο Καραντινό, τον Κυριάκο Παναγιωτάκο, τον Θουκυδίδη Βαλεντή και τον Σπύρο Λέγγερη (οι οποίοι είναι οι πιο παραγωγικοί), οι Δημήτρης Πικιώνης, Άγγελος Σιάγας, Ιωάννης Δεσποτόπουλος, Παύλος Μιχαλέας, Ρένος Κουτσούρης, Γεώργιος Πετριτσόπουλος, Βασίλης Δούρας, Νικόλαος Κακούρης, Περικλής Γεωργακόπουλος,Κίμων Λάσκαρις, Παναγιώτης Τριανταφυλλίδης και ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος.         

Οι νέοι αυτοί αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, θα πρέπει να τονιστεί, πως φτάνουν στο μοντέρνο αυτό έργο όχι χάρη της εκπαιδευτικής διαδικασίας που βιώνουν στο εσωτερικό της νεοσύστατης αρχιτεκτονικής σχολής, όσο στο γεγονός των επαφών τους και του συλλογικού προβληματισμού τους γύρω από το αδιέξοδο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πρακτικής εκείνο τον καιρό. Χαρακτηριστικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι τα λόγια του Γ. Ζογγολόπουλου: «Αυτή η φιλική συντροφιά ήταν ο Πικιώνης, Παπαλουκάς, Καραντινός, Μητσάκης, Κόντογλου […] Θεωρούσαμε τον Παρθένη και τον Γκίκα ένα στήριγμα της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα. Χάρις σ’αυτή τη συντροφιά καλλιτεχνών, ήταν η πρώτη φορά που τα περιοδικά, σαν το Architecture d’Aujourd‘hui, το Carier d’ Art, το Verves, μας έδιναν την δυνατότητα μιας επικοινωνίας με την μοντέρνα τέχνη, έτσι ώστε να δημιουργούνται ανάμεσά μας ζωντανά κίνητρα. Στη συνέχεια, στην προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε αυτό που βρίσκαμε σαν περιορισμένο ακαδημαϊσμό επικοινωνούσαμε συνεργαζόμενοι μεταξύ μας σε διάφορους διαγωνισμούς μνημείων αρχιτεκτονικής…».

Η μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, που παρουσιάζεται κυρίως ανάμεσα στο 1929-1935, εντάσσεται, επομένως, μέσα στην Διεθνή Αρχιτεκτονική, και γίνεται κατανοητή μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του διεθνούς στυλ, και περισσότερο εμπνέεται από την αρχιτεκτονική του  Le Corbusier. Αυτά τα παραδείγματα, όμως, της νέας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα δεν αποτελούν το βασικό κανόνα της αρχιτεκτονικής εκείνης την εποχή, αλλά αντίθετα αποτελούν την μειοψηφία. Παρά την ανανεωτική προσπάθεια, δηλαδή, μιας ομάδας νέων αρχιτεκτόνων τα περισσότερα κτήρια συνεχίζουν να χτίζονται σύμφωνα με παλιότερες, πιο συντηρητικές μορφές. Στα κτήρια με επίσημο-δημόσιο χαρακτήρα οι επιλογές στρέφονται προς τον συντηρητισμό, και κυμαίνονται μεταξύ μοντερνισμού και παραχωρήσεων σ’ ένα ανώδυνο ιδίωμα art deco.         

Τα σχολικά κτήρια αποτελούν την αντιπροσωπευτικότερη περίπτωση της νέας αρχιτεκτονικής· την μεγάλη πλειοψηφία, δηλαδή, των μοντέρνων οικοδομημάτων στον ελληνικό χώρο κατέχουν τα σχολικά κτήρια. Διακρίνονται για το μοντέρνο πνεύμα τους, για την αφομοίωση του ευρωπαϊκού μοντέρνου κινήματος, καθώς υπήρχε έντονη η επιθυμία να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των σχολικών κτηρίων εκ νέου με κριτήρια μαζικής παραγωγής.

Οι νέοι αρχιτέκτονες μακριά από τις παλιές ακαδημαϊκές αντιλήψεις προωθούν με τα σχολικά κτήρια τις αρχές του μοντερνισμού. Η φάση της «καθαρής τέχνης» του Le Corbusier είναι εκείνη που βρίσκει την μεγαλύτερη απήχηση στην Ελλάδα, και έτσι μπορούν να παρατηρηθούν μεγάλες συγγένειες σε στοιχεία κτηριολογικά, περισσότερο, όμως, συγγένειες αρχών, και λιγότερο μιμητικές τάσεις[1].

  • Βασική αρχή του «νέου οικοδομείν», που καθορίζει και τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά του είναι η λειτουργικότητα. Η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα κάθε οικοδομήματος, αλλά και κάθε επιμέρους χώρου καθορίζει τη διαμόρφωσή του.
  • Γι’ αυτό και η ευελιξία στην κάτοψη αποτελεί ακόμη ένα βασικό στοιχείο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από την κάτοψη, δηλαδή, πλέον θα προκύψει η όψη, η μορφή, και η όλη αισθητική του κτηρίου. Η ελεύθερη κάτοψη και όψη εμφανίζεται για πρώτη φορά στο δημοτικό σχολείο Χαροκόπου στην Αθήνα (1931) του Καραντινού.
  • Η διαφάνεια, επίσης, χαρακτηρίζει τα νέα οικοδομήματα. «Αέρα, ήχο, φως»  επιθυμούν για τα κτήρια τους οι αρχιτέκτονες, και σ’ αυτή την απαίτηση απαντά η έννοια της διαφάνειας (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ανώτερου Παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης (1933), του Μητσάκη). Τα μεγάλα ανοίγματα (μεγάλα επιμήκη παράθυρα, «fenêtre en longeur») ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των αρχιτεκτόνων κυρίως για την υγιεινή και επιπλέον χαρίζουν διαφάνεια στα κτήρια (Δημοτικό σχολείο της οδού Καλλισπέρη (1931), του Καραντινού, όπως και το δημοτικό σχολείο της Άνω Σύρου του Ζογγολόπουλου (1935).
  • Πολυπλοκότητα στη διάρθρωση του κτηρίου, εναλλαγή από ημιυπαίθριους και  κλειστούς χώρους, που απομακρύνει το σχολικό κτήριο από τη συμμετρική διάταξη και την μνημιακότητα, στοιχεία που μας θυμίζουν χαρακτηριστικά του Bauhaus, του  Gropius, το οποίο
    άλλωστε αποτελεί το πιο εξέχον παράδειγμα για την αρχιτεκτονική σχολικών κτηρίων.
  • Η pilotis που σήκωνε τον όγκο πάνω από το επίπεδο του εδάφους.
  • Ο κήπος της ταράτσας που υποτίθεται ότι ενεργοποιούσε ολόκληρη την επιφάνεια που κάλυπτε το οικοδόμημα.
  • Τέλος, σήμερα παρατηρείται, πως τα περισσότερα σχολικά κτίρια έρχονται σε σύγκρουση με τον αρχιτεκτονικό, κυρίως, περιβάλλοντα χώρο. Να σημειωθεί πως η παραπάνω περιβαντολογική προβληματική είναι μια σύγχρονη προβληματική, η οποία την περίοδο του μεσοπολέμου δεν υπάρχει. Βέβαια, σε σύγκριση με την υπόλοιπη μοντέρνα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, η ελληνική (σχολική) αρχιτεκτονική θεωρείται από τις πιο ευαίσθητες στο περιβάλλον που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στην Ευρώπη, εξαιτίας του ενδιαφέροντος των ελλήνων αρχιτεκτόνων για το κλίμα και το τοπίο του τόπου.

Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα σχολικού κτηρίου που έρχεται σε σύγκρουση με το αρχιτεκτονικό περιβάλλον του, είναι το δημοτικό σχολείο της Άνω-Σύρου (1935-’36), του Γιώργου Ζογγολόπουλο, όπου η νέα αρχιτεκτονική εντάσσεται σε ένα νησιώτικο αρχιτεκτονικό περιβάλλον [βλ. εικόνα εποχής]. Το οικοδόμημα του σχολείου,  δεσπόζει πλέον, από το 1935, στον μεσαιωνικό οικισμό της Άνω-Σύρου με τα μικρά γραφικά κυκλαδίτικα σπίτια, επισκιάζοντας το «σύμβολό» του, την καθολική εκκλησία στην κορυφή του λόφου.

Το διώροφο κτήριο του σχολείου, που περιλαμβάνει έξι αίθουσες διδασκαλίας, υψώνεται πάνω από τον χώρο του ισογείου που διαμορφώνεται με τις αρχές της pilotis,  δημιουργώντας, ουσιαστικά, έναν ημιυπαίθριο χώρο. Για τον Ζογγολόπουλο, άλλωστε, η παρουσία αυτή ενός δομικού συστήματος με κολώνες και προεξέχοντα οριζόντια επίπεδα, ήταν το ίδιο σημαντική και αναγκαία όσο και ένας κλειστός  χώρος, και λειτουργούσε πέρα από τις κλασσικές δομές, καθώς υπάρχει στο χώρο διαφορετικά, όπως έλεγε: «κενό/κολώνες, φως/σκιά». Τα μεγάλα ανοίγματα, τοποθετούνται τολμηρά μπροστά και σε συνδυασμό με τους τοίχους αποδίδουν αυτό το «κενό συν πλήρες ίσον ένα»[2]. Αυτό εκφράζεται και σε άλλα σχολικά κτήρια του Ζογγολόπουλου όπως τα Διδακτήρια Άρτας, το σχολείο Κέρκυρας-Αρχειοφυλάκιο, το 1ο Δημοτικό σχολείο Κηφισιάς καθώς και στο υπόστεγο γυμναστικής της Αταλάντης, με το οποίο ο Ζογγολόπουλος, πρέπει να τονιστεί, καθιέρωσε την τυπολογία του υπόστεγου γυμναστικής.

Βασική βιβλιογραφία και πηγές[επεξεργασία]

  • Αντρέας Γιακουμακάτος, Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, 20ος αιώνας, Αθήνα, 2003.
  • Αντρέας Γιακουμακάτος, «Η Σχολική Αρχιτεκτονική και η εμπειρία του μοντέρνου στην Ελλάδα του μεσοπολέμου», Θέματα Χώρου και Τεχνών, τ.18, 1987.
  • Γιώργος Ζογγολόπουλος, «Μικρό Οδοιπορικό», Περιοδικό Τέχνης, τ.4, 1990
  • Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, ιστορία και κριτική, μτφρ. Ανδρουλάκης-Παγκάλου, επιστ. επιμ. Ανδ. Κούρκουλας, Αθήνα εκδ. Θεμέλιο, 1999.
  • Βασίλης Κολώνας, «Αρχιτεκτονική-Αθήνα και Παλαιά Ελλάδα», Ιστορία της Ελλάδας του 20ουαιώνα, 1922-1940 ο Μεσοπόλεμος, (β΄ τόμ., μέρος 2ο), επιστ. επιμ. Χρ. Χατζηιωσήφ, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2003.
  • Δημήτρης Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική: αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1984.


This article "Τα Νέα Σχολικά Κτήρια του '30" is from Wikipedia. The list of its authors can be seen in its historical and/or the page Edithistory:Τα Νέα Σχολικά Κτήρια του '30. Articles copied from Draft Namespace on Wikipedia could be seen on the Draft Namespace of Wikipedia and not main one.



Read or create/edit this page in another language[επεξεργασία]