Θρησκευτικές απόψεις για τη Γη
Θρησκευτικές απόψεις για τη Γη[επεξεργασία]
Πολλές παγανιστικές θρησκείες του κόσμου θεοποίησαν τη Γη. Η θρησκεία με επίκεντρο τη γη και τη λατρεία της φύσης είναι ένα σύστημα θρησκείας που βασίζεται στο σεβασμό των φυσικών φαινομένων. Η ονομασία της Γης στην ελληνική γλώσσα προέρχεται από το όνομα της θεάς της ελληνικής μυθολογίας, Γαίας.
Άποψη του Χριστιανισμού[επεξεργασία]
Γένεση, Παλαιά Διαθήκη[επεξεργασία]
Η κατασκευή της Γης περιγράφεται στο πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, τη Γένεση. Σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες της Αγ. Γραφής, ορισμένοι θεολόγοι υπολόγισαν ότι η Γη δημιουργήθηκε πριν από περίπου 6.000-10.000 χρόνια και είναι το κέντρο του ηλιακού συστήματος.[1] Αυτή είναι μια θέση που ακολουθούν ως σήμερα κάποιες χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες στη Δύση (δημιουργισμός), όσο και στην Ανατολή. Το ότι η Γη ήταν το κέντρο του σύμπαντος ήταν η διαδεδομένη άποψη κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, βασιζόμενη στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου. Ωστόσο, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αμφισβητήθηκε ότι η Αγία Γραφή κυριολεκτεί γύρω από την κατασκευή της Γης. Ο Ωριγένης (186- π. 254) θεωρούσε ότι η περιγραφή της Βίβλου για την κατασκευή της Γης, του Παραδείσου όπου ζούσε ο Αδάμ κτλ είναι πράγματα που δεν συνέβησαν αλλά χρησιμοποιούνται μεταφορικά για να περιγράψουν κάποια μυστήρια. Την ορθότητα του πτολεμαϊκού και αριστοτελικού συστήματος για τη Γη αμφισβήτησε και ο καθολικός ιερωμένος και θεολόγος (μετέπειτα άγιος) Θωμάς Ακινάτης (13ος αι.).[2]
Πρώιμη χριστιανική εποχή και Μεσαίωνας[επεξεργασία]
Από την πρώτη χριστιανική εποχή και μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα, οι χριστιανοί έμεναν ικανοποιημένοι με το γεωκεντρικό μοντέλο που είχαν προτείνει οι Έλληνες φιλόσοφοι, επειδή έθετε στον κέντρο του σύμπαντος τον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού κατά τη Βίβλο. Επίσης ικανοποιούσε το μοντέλο των κυκλικών τροχιών επειδή ο κύκλος εθεωρείτο το τέλειο σχήμα. Κατά την συνήθη αφήγηση της εξέλιξης των αντιλήψεων για τη Γη, η Καθολική Εκκλησία αντέδρασε έντονα όταν στα μέσα του 16ου αιώνα ο Νικόλαος Κοπέρνικος διατύπωσε με σύγχρονο τρόπο την ηλιοκεντρική θεωρία. Πιστεύεται ότι η Ιερά Εξέταση δίκασε, βασάνισε και ακόμα εκτέλεσε αυτούς που υποστήριζαν τις ιδέες του Κοπέρνικου. Στη σύγχρονη εποχή αυτή η αντίληψη χαρακτηρίστηκε επί το πλείστον ως μύθος και "φολκλόρ", παρ' ότι είναι διαδεδομένη. Στην πραγματικότητα, οι σύγχρονες απόψεις για το ηλιοκεντρικό σύστημα κυκλοφορούσαν από το 1515 και το έργο του Κοπέρνικου (De Revolutionibus, 1543) δεν αποτέλεσε έκπληξη. Το Κοπερνίκειο σύστημα αρχικά συνάντησε αντιρρήσεις όχι για θεολογικούς ή φιλοσοφικούς λόγους αλλά για λόγους φυσικής της εποχής εκείνης. Δηλαδή, η Γή εθεωρείτο ακόμα το σώμα με τη μεγαλύτερη μάζα στο σύμπαν, και έτσι δεν μπορούσε να εξηγηθεί πώς αυτή περιστρέφεται γύρω από άλλα σώματα με μικρότερη μάζα. Επίσης, στην αρχική του μορφή, το μοντέλο του Κοπέρνικου δεν είχε λιγότερα μαθηματικά προβλήματα από το Πτολεμαϊκό. Έτσι, η μεγαλύτερη αντίδραση προήλθε από το εσωτερικό της τότε επιστημονικής κοινότητας. Ακόμη και ο Τύχο Μπράχε, ο μεγαλύτερος αστρονόμος πριν από την εποχή του τηλεσκοπίου, απέρριπτε την ιδέα της κινούμενης Γής. Ο Κοπέρνικος (καθολικός ιερωμένος) δεν είχε πρόβλημα με την Εκκλησία. Αφιέρωσε το βιβλίο του στον Πάπα Παύλο Γ', ενώ ένας καρδινάλιος και ένας επίσκοπος ήταν μεταξύ αυτών που τον ενθάρρυναν να το δημοσιεύσει. Μόλις λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του βιβλίου, αυτό διαβαζόταν τουλάχιστον
Η μεγαλύτερες αντιδράσεις κατά του ηλιοκεντρικού συστήματος εμφανίστηκαν μέσα στις Προτεσταντικές Εκκλησίες, επειδή αυτές θεωρούσαν τη Βίβλο ως τη βάση της ανθρώπινης γνώσης και υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ της Βίβλου και του Κοπέρνικου. Ο Μαρτίνος Λούθηρος εκφράστηκε κατά του ηλιοκεντρισμού ήδη από το 1539. Αντίθετα, η Καθολική Εκκλησία, ασχολούμενη περισσότερο με δογματικά θέματα, έδειξε μεγαλύτερη ευελιξία στα θέματα της επιστήμης. Πιστεύεται ότι η μεταστροφή της Καθολικής ιεραρχίας από την ανοχή στην καταστολή οφείλεται στην προσπάθειά της να συναγωνιστεί σε κριτική τον ανερχόμενο Προτεσταντισμό κατά την εποχή της Αντιμεταρρύθμιση, η οποία συνέπεσε με τις πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις του Γαλιλαίου. Ένα άλλο αίτιο της αντίδρασης στο ηλιοκεντρικό σύστημα ίσως είναι ότι μέχρι τότε οι θεολόγοι δεν είχαν επεξεργαστεί τις θεολογικές προεκτάσεις του μοντέλου της κινούμενης Γης. H άποψη ότι το Κοπερνίκειο σύστημα υποβαθμίζει την ανθρώπινη ύπαρξη πιθανότατα εμφανίστηκε για πρώτη φορά γύρω στο 1650, αφού ήδη η επιστημονική κοινότητα είχε αποδεχθεί το ηλιοκεντρικό σύστημα. Αυτό οφείλεται στην αναχρονιστική αντίληψη ότι το κέντρο του σύμπαντος είναι και το σημαντικότερο σημείο του. Γρήγορα οι Προτεσταντικές Εκκλησίες εγκατέλειψαν την αντίδραση κατά του Κοπέρνικου όταν έγινε σαφές ότι αυτό υποστηρίζεται από όλες τις ενδείξεις. Η Καθολική Εκκλησία, σαν ογκωδέστερος, συντηρητικός και γραφειοκρατικός οργανισμός, έμεινε αντίθετη προς το Κοπερνίκειο σύστημα για αρκετό χρόνο. Η απαγόρευση του Κοπέρνικου ίσχυε μέχρι το 1822 και το βιβλίο του έμεινε στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων μέχρι το 1835. Μόλις το 1992 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' ήρε την απόφαση της Ιεράς Εξέτασης κατά του Γαλιλαίου.[3] Σε ομιλία του προς την Παπική Ακαδημία Επιστημών (Pontificia Accademia delle Scienze) αναφέρθηκε στη λεγόμενη «Υπόθεση Γαλιλαίου». Εκεί ανέφερε ήταν λάθος των θεολόγων της εποχής εκείνης ότι η ορθή αντίληψη για τον φυσικό κόσμο επιβάλλεται από την κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Υπενθύμισε το περίφημο απόφθεγμα του Βαρόνιου (1538 - 1607) "Spiritui Sancto mentem fuisse nos docere quomodo ad coelum eatur, non quomodo coelum gradiatur". (Η πρόθεση του Αγίου Πνεύματος ήταν να μας διδάξει πώς θα μεταβούμε στον Ουρανό, όχι πώς κινείται ο Ουρανός). Ο Πάπας ανέφερε ότι η Βίβλος δεν ασχολείται με λεπτομέρειες του φυσικού κόσμου, η αντίληψη του οποίου είναι θέμα της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής.[4] Όσον αφορά τον τρόπο δημιουργίας της Γης, γενικά υπήρξαν και υπάρχουν πολλές ερμηνείες του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης όπου αυτή περιγράφεται. Στο ένα άκρο υπάρχει η κατά γράμμα ερμηνεία, ότι ο Θεός κατασκεύασε τα πάντα μέσα σε έξι 24ωρα πριν από περίπου 6.000 χρόνια. Αυτή υποστηρίζεται κυρίως από αμερικανικές οργανώσεις τις λεγόμενης "Creation Science" (Επιστήμης της Δημιουργίας). Η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων πιστεύει ότι αυτή η αντίληψη έρχεται σε σύγκρουση με την σύγχρονη επιστήμη. Υπάρχει επίσης η ερμηνεία ότι οι ημέρες που αναφέρει η Γένεση είναι γεωλογικές εποχές. Άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι οι ημέρες της δημιουργίας δεν ήταν συνεχόμενες. Υπάρχει η θεωρία των "Ημερών της Αποκάλυψης" κατά την οποία οι 6 ημέρες της Γένεσης είναι οι 6 ημέρες κατά τις οποίες ο Θεός αποκάλυψε τη δημιουργία στον Μωυσή. Κατά την "Ιστορικο-καλλιτεχνική άποψη", η Γένεση εκφράζεται με τρόπο ώστε να είναι αντιληπτή στους ανθρώπους της εποχής της (πριν περίπου 3.400 χρόνια). Υπάρχουν επίσης άλλες απόψεις και θεωρίες, μεταξύ των οποίων αυτή που υποστηρίζει ότι ο Θεός δεν έχει ακόμα αποκαλύψει τα πάντα στους ανθρώπους, η οποία στηρίζεται σε βιβλικά αποσπάσματα όπως (Δευτερονόμιο 29:29 και Προς Κορινθίους 13:9-10,12).
Στην ιστορία του χριστιανισμού υπήρξαν πολλοί πατέρες που ερμήνευσαν τις "ημέρες" της Γένεσης ως μακρές περιόδους, όπως οι Ειρηναίος (2ος αι.), Ωριγένης (3ος αι.), Βασίλειος ο Μέγας (4ος αι.), Αυγουστίνος (5ος αι.) και Θωμάς Ακίνας (13ος αι.). Αυτοί δεν προσάρμοσαν τις θεολογικές τους αντιλήψεις στις επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής τους, αφού οι επιστημονικές ενδείξεις για την ηλικία της Γης εμφανίστηκαν μόνο τον 19ο αιώνα. Υπήρξαν διάφορες εκτιμήσεις των Ιουδαίων και των Χριστιανών για την ηλικία του κόσμου, που κυμαίνονταν από το 3483 πΧ έως το 6984 πΧ. Η κοινή αντίληψη είναι ότι αυτές οι εκτιμήσεις βασίζονται στις γενεαλογίες που περιγράφονται στη Βίβλο, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλές εικασίες, καθώς η Βίβλος συνήθως δεν αναφέρει τις ηλικίες των ανθρώπων ή τις διάρκειες των βασιλειών, ούτε οι γενεές είναι συνεχόμενες.[5]
Η αντίληψη ότι η Γη είναι στο κέντρο του κόσμου (γεωκεντρισμός), δεν ήταν δογματικής φύσης για τον χριστιανισμό, αλλά ήταν η κρατούσα αντίληψη μέχρι τουλάχιστον τον 17ο αιώνα οπότε άρχισε η παρατήρηση του σύμπαντος με τηλεσκόπια. Ενωρίτερα, ο Θωμάς Ακινάτης είχε αμφισβητήσει την απόλυτη ορθότητα του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου σε ό,τι αφορά τον γεωκεντρισμό. Σε σχόλιά του στον Αριστοτέλη γράφει: "Οι υποθέσεις που ανακάλυψαν [ο Αριστοτέλης και ο Πτολεμαίος] δεν είναι απαραίτητα αληθείς. ... Διότι μπορεί τα φαινόμενα των αστέρων να μπορούν να εξηγηθούν με κάποιο άλλο σχήμα που δεν έχει ακόμα ανακαλύψει ο άνθρωπος" (Βιβλίο 2, διάλεξη 17). Το έργο το Ακινάτη ήταν σχετικά άγνωστο και δύσκολο, και οι άνθρωποι της Καθολικής Εκκλησίας δεν το γνώριζαν, όταν στις αρχές του 17ου αιώνα για πρώτη φορά ο Γαλιλαίος παρατήρησε τα ουράνια σώματα με τηλεσκόπιο.[6]
Απόψεις των Ορθοδόξων[επεξεργασία]
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε διαφορετική άποψη από τη Δυτική σε ό,τι αφορά τη σχέση του δόγματος με την έρευνα του φυσικού κόσμου, περιλαμβανομένης της Γής. Σύμφωνα με αυτή, ο άνθρωπος μπορούσε μέσω του φωτισμού να γνωρίσει ποιος δημιούργησε τί, αλλά για το πώς δημιουργήθηκε ο φυσικός κόσμος υπεύθυνη ήταν η επιστήμη. Έτσι η επιστήμη είχε ένα διαφορετικό και παράλληλο ρόλο, ενώ οι περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης, δεν είχαν δογματικό χαρακτήρα, αλλά συμβολικό και θεολογικό. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει πως ο Θεός δεν αποκάλυψε όλη την αλήθεια μέσω των κειμένων αυτών, διότι ο άνθρωπος έπρεπε να ερευνήσει γι αυτές και να γυμνάσει το νου του.[7] Ταυτόχρονα επισημαίνει πως ο ήλιος τοποθετήθηκε από τους πατέρες κατά την τέταρτη ημέρα της Δημιουργίας, όχι εξ αιτίας μίας επιστημονικής αυθεντίας της Βίβλου ή διότι έτσι απαραίτητα συνέβη, αλλά επειδή ο συγγραφέας ήθελε να υποβιβάσει την αξία του ηλίου, λόγω της ηλιολατρείας.[8]
Την εποχή κατά την οποία στη Δυτική Ευρώπη άρχισαν να αναπτύσσονται οι φυσικές επιστήμες στη σύγχρονη μορφή τους, οι ελληνορθόδοξοι των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας βρίσκονταν υπό την οθωμανική διοίκηση. Οι νέες απόψεις περί τη φύση της Γής και των άλλων ουρανίων σωμάτων έφτασαν στον ελληνορθόδοξο κόσμο τον 17ο αιώνα, οπότε και έγινε μια σύνθεση με τις υπάρχουσες παραδόσεις, μεταξύ των οποίων ήταν ισχυρό το στοιχείο της κλασικής παιδείας. Οι νέες επιστημονικές ιδέες έγιναν δεκτές από τους Έλληνες διανοούμενους σαν μια επιβεβαίωση των θεωριών των αρχαίων συγγραφέων και όχι σαν μια ρήξη με την αρχαιότητα, όπως έγιναν αντιληπτές στη Δύση. Ο Θεόφιλος Κορυδαλέας, που είχε οριστεί από τον Πατριάρχη ως διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας, πιστεύεται ότι έγραψε το 1622 μια Παγκόσμια Γεωγραφία βασισμένη στον Πτολεμαίο. Κατ' αυτόν, η Γή ήταν το κέντρο του σύμπαντος επειδή ήταν βαρύτερη από τα άλλα σώματα. Η επιστημονική επανάσταση που συνέβαινε στην Ευρώπη έγινε γνωστή αρχικά στους Έλληνες που σπούδαζαν σε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα όπως η Βενετία, η Βιέννη και η Πάδουα. Από αυτούς μεταφέρθηκε σε σχολές των Βορείων Βαλκανίων και της Μ. Ασίας που είχαν ιδρυθεί με πρωτοβουλία των Φαναριωτών ή του Πατριαρχείου.
Το 1716, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς δημοσίευσε το βιβλίο του, μια εισαγωγή στις Σφαίρες και τη Γεωγραφία. Ενωρίτερα είχε σπουδάσει σε ευρωπαϊκές πόλεις και είχε κάνει αστρονομικές παρατηρήσεις στο Παρίσι. Ο Χρύσανθος ήταν ο πρώτος που παρουσίασε στον ελληνικό κόσμο το ηλιοκεντρικό σύστημα.[9] Ο ίδιος υποστήριζε την αριστοτελική κοσμοθεωρία και το γεωκεντρικό σύστημα, αν και δεν απέρριπτε τον Κοπέρνικο και συζητούσε τις απόψεις του. Θεωρούσε ότι οι ιδέες του Κοπέρνικου ήταν μια αναπροσαρμογή των ιδεών του Αρίσταρχου του Σαμίου. Επειδή το πτολεμαϊκό σύστημα μπορούσε να εξηγήσει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων τουλάχιστον το ίδιο καλά όσο και το κοπερνίκειο σύστημα, προτιμούσε το πρώτο επειδή ήταν συμβατό με τη Βίβλο και με τις αισθήσεις.
Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα μεγάλος αριθμός Ελλήνων λογίων έγιναν οπαδοί του ηλιοκεντρικού συστήματος. Άλλοι παρέμειναν στο γεωκεντρικό σύστημα, είτε βασιζόμενοι στη Βίβλο και τον Αριστοτέλη, είτε επειδή οι τότε πρόσφατες παρατηρήσεις δεν είχαν δείξει ότι υπάρχει η παράλλαξη των αστέρων. Το κοπερνίκειο σύστημα είχε μια ιδιαίτερη συνάφεια με την ελληνορθόδοξη σκέψη: πολλοί συγγραφείς πίστευαν ότι ήταν μια συνέχεια της πυθαγόρειας σκέψης. Έτσι, ο ηλιοκεντρισμός θεωρήθηκε μια εθνική πνευματική παράδοση, το οποίο υπενθύμιζε ότι η Εκκλησία εξακολουθούσε να είναι ο εγγυητής των παραδόσεων του ελληνικού έθνους. Έτσι και τα δύο συστήματα γίνονταν δεκτά ως υποθέσεις. Αν και το γεωκεντρικό επροτιμάτο, το ηλιοκεντρικό δεν θεωρείτο αντίθετο με τις θρησκευτικές αντιλήψεις. Ένας από τους οπαδούς του ηλιοκεντρισμού ήταν ο Μοισιόδαξ ((1725- 1800) ο οποίος δίδαξε σε σχολές της Βλαχίας αλλά και στη Δύση. Για να μετριάσει τις αντιρρήσεις κατά του ηλιοκεντρισμού, έγραψε ότι αυτό το σύστημα προτάθηκε σαν μια καινοτόμος απομίμηση του Πυθαγόρα. Ο Μοισιόδαξ υποστήριξε τη διάκριση μεταξύ φυσικών επιστημών και της Αγίας Γραφής.[10] Μεταξύ αυτών που αποδέχθηκαν και δίδασκαν το ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν ο ιερομόναχος Νικηφόρος Θεοτόκης (1731 – 1800). Και αυτός θεωρεί ότι το ηλιοκεντρικό σύστημα έχει τις ρίζες τους στου πυθαγόρειους φιλοσόφους και τον Αρίσταρχο τον Σάμιο.[11] Το ηλιοκεντρικό σύστημα αναφέρει και στην Αστρονομία του ο μοναχός Βενιαμίν Λέσβιος, στα τέλη του 18ου αιώνα: "Πιθανότερον είναι λοιπόν πως η γη δεν είναι το κέντρον του παντός, πως αύτη περιφέρεται περί τον ίδιον άξονα και εν ταυτώ περί τον ήλιον ως ένα των πλανητών, και πως ο ήλιος είναι το κέντρον του κόσμου, όχι όμως του σύμπαντος ...".[12]
Παραπομπές[επεξεργασία]
- ↑ Script error: No such module "citation/CS1".
- ↑ Simon Brittan, Poetry, Symbol, and Allegory: Interpreting Metaphorical Language from Plato to the Present, University of Virginia Press, 2003 σ. 35-37
- ↑ Singham (2007) the Copernican Myths, Physics Today 60, 12, 48 (2007).
- ↑ L'Osservatore Romano, 4 Νοεμ. 1992. Ιστοχώρος του California Institute of Technology's Information Technology Services – Caltech.
- ↑ Martin Gaskell, MODERN ASTRONOMY, THE BIBLE, AND CREATION, βασισμένο σε σειρά διαλέξεων σε πανεπιστήμια. Τελευταία ενημέρωση Μάρτιος 2010, σ. 5
- ↑ [https://www.firstthings.com/blogs/firstthoughts/2012/09/robert-bellarmine-vs-thomas-aquinas Oakes T. Edward, "Robert Bellarmine vs. Thomas Aquinas", First Things, 17 Σεπ. 2012]
- ↑ Νίκος Ματσούκας, "Επιστήμη, φιλοσοφία, θεολογία στην εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990. σ. 123.
- ↑ Μέγας Βασίλειος, Εις την εξαήμερον, PG 29, 96AB
- ↑ Νικόλαος Ματσόπουλος, "Η Αστρονομία στον νεοελληνικό ∆ιαφωτισμό και η ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών", 21/12/2015
- ↑ Dimitris Dialetis, Costas Gavroglu and Manolis Patiniotis, THE SCIENCES IN THE GREEK SPEAKING REGIONS DURING THE 17th and 18th CENTURIES. ARCHIMEDES, vol. 2, 1997
- ↑ Νικόλαος Ματσόπουλος, "Η Αστρονομία στον νεοελληνικό ∆ιαφωτισμό και η ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών", 21/12/2015
- ↑ Κώστα Δ. Μαυρομμάτη, μαθηματικού, "Η αστρονομία του Βενιαμίν Λεσβίου", έκδοση 1ο Λύκειο Βόλους. Πρόλογος Βασ. Μπαρμπάνη, καθηγητή Αστρονομίας Παν/μίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, 1991.
This article "Θρησκευτικές απόψεις για τη Γη" is from Wikipedia. The list of its authors can be seen in its historical and/or the page Edithistory:Θρησκευτικές απόψεις για τη Γη. Articles copied from Draft Namespace on Wikipedia could be seen on the Draft Namespace of Wikipedia and not main one.