Αντώνιος Πορφύρης
Ο Αντώνιος Ιωάννου Πορφύρης ήταν Γενικός Διευθυντής Τελωνείων Ελλάδος (1901-1961).
Παιδική ηλικία[επεξεργασία]
Γεννήθηκε στον Κάτω Πλάτανο Ναυπακτίας το 1901. Γονείς του ο Ιωάννης Γεωργίου Πορφύρης (1871 – 1939) και μητέρα του η Βασιλική το γένος Δημητρίου Ροντήρη. Αδέλφια είχε τον Νικόλαο Πορφύρη (1905-1988), την Σμαραγδή (1900 – 1978) σύζυγο Νικολάου Σακελλαρίου, την Ελένη (1907 – 1952) σύζυγο Αναστασίου Κωλέττα και την Μαρίνα (1910 – 1941). Η μητέρα του πέθανε σε νεαρή ηλικία και ο μικρός Αντώνης έμεινε ορφανός. Αργότερα ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε άλλα 3 αδέλφια, που πέθαναν σε μικρή ηλικία: τον Αλέξη, την Αγλαΐα και την Βασιλική.
Σταδιοδρομία[επεξεργασία]
Αφού αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο Πλατάνου και το Ελληνικό Σχολείο Πλατάνου (Σχολαρχείο), έφυγε για το Μεσολόγγι, όπου φοίτησε στο Γυμνάσιο, μένοντας κοντά στο θείο του, Αθανάσιο Δ. Ροντήρη, διακεκριμένο Νομικό της εποχής. Αποφοίτησε το 1919.
Στο Μεσολόγγι παρακολούθησε και μαθήματα βυζαντινής μουσικής, ακολουθώντας τους τύπους και τέχνη του Λαμπαδάριου Πρωτοψάλτου Κων/πόλεως, ξακουστού δάσκαλου της εποχής. Ένα ακριβό και δυσεύρετο σύγγραμμα που αγόρασε και χρησιμοποιούσε, το “Αργοσύντομο Αναστασιματάριο”, το αφιέρωσε αργότερα στην Ιερά Μονή Αμπελακιωτίσσης.
Όταν φοιτούσε στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου, περιόδευε ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Βρασίδας Οικονομίδης, σταλμένος από την Κυβέρνηση, και, αλιεύοντας ταλέντα και ευφυΐες μαθητών, τον ενέγραψε ταυτόχρονα και σαν Φοιτητή Λογιστικής. Έτσι ταυτόχρονα με το Γυμνάσιο τελείωσε και τα Λογιστικά και πήρε και το πτυχίο Λογιστή.
Τον Μάρτιο του 1920 έλαβε μέρος σε Πανελλήνιες Εξετάσεις για την εισαγωγή του στις τάξεις των Υπαλλήλων Γραμματέων Τελωνείων και αφού αρίστευσε, καταταγείς 7ος, προσλήφθηκε σαν Γραμματέας Γ' τάξεως και τοποθετήθηκε για πρώτη φορά στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης. Πριν ταξιδέψει για Κρήτη, παρουσιάστηκε στον τότε Γενικό Διευθυντή Τελωνείων Πειραιώς Σολωνάκη. Ο Σολωνάκης τον κράτησε κοντά του στο Γραφείο Εισαγωγών, κάνοντας χρήση του Νόμου που έλεγε ότι οι 10 πρώτοι επιτυχόντες μπορούσαν να μείνουν στην έδρα του Πειραιά.
Τον Ιούνιο του 1920 κλήθηκε στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού και τον Αύγουστο του 1920 επελέγη να υπηρετήσει στο 2/39 Τάγμα Ευζώνων με προορισμό την Μικρά Ασία. Αλλά η υπηρεσία του ζήτησε από τον στρατό την αναβολή της στράτευσής του, σαν Οικονομικός Υπάλληλος και τον Οκτώβριο του 1920 του χορηγήθηκε υποχρεωτική αναβολή μέχρι τον Μάρτιο του 1921, επανερχόμενος στην υπηρεσία του στον Πειραιά.
Τον Μάρτιο του 1921 επιστρατεύθηκε, παρουσιασθείς στο 35ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο, όπου επελέγη Εφεδρος Αξιωματικός Πεζικού και εστάλη στο εκστρατευτικό σώμα και το Σύνταγμα του Πλαστήρα στην Μικρά Ασία, στην πρώτη γραμμή. Εκεί έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις, διακριθείς στην κατά της Αγκύρας επιχείρηση με τον Ουλαμό Εφέδρων της Ελληνικής δύναμης του Αφιόν Καραχισάρ, όπου και έλαβε τιμητική προαγωγή. Κατά την μοιραία οπισθοχώρηση, διετάχθη από τους στρατηγούς Τρικούπη και Δημαρά να συμμετάσχει στην Σταθερά Οπισθοφυλακή Α' & Β' Σώματος Στρατού υπό την διοίκηση του Αξιωματικού Βλάχου. Αφού προστάτευσαν τους οπισθοχωρούντες, κυκλώθηκε κοντά στο Μπανάζ λίγο έξω από το Ουσάκ από το Τούρκικο ιππικό και μετά από μάχη παρεδόθησαν και κλείσθηκαν στις τούρκικες φυλακές.
Από τους 400 αιχμαλώτους πέθαναν οι 350 από τύφο, πείνα και βασανιστήρια. Ο ίδιος δούλευε σαν υπόδικος ως κτίστης και ξυλουργός και παράλληλα μη υπάρχοντος ιερέως εκτελούσε και ενταφιασμούς. Κατά την αιχμαλωσία του, κατάφερε να μάθει τα τούρκικα, ανάγνωση και γραφή. Το καλοκαίρι του 1923 με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων, αποφυλακίσθηκε και την 5η Αυγούστου 1923 έφθασε στο Λοιμοκαθαρτήριο Αγίου Γεωργίου στον Πειραιά. Αφού πέρασε εξετάσεις και απολυμάνσεις, πήρε ένα μήνα άδεια και πήγε στην γενέτειρα του.
Ύστερα από κάποιο διάστημα, ανέβηκε στην Αθήνα και ενεγράφη στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία απεφοίτησε το 1924, ορκισθείς Δικηγόρος και το 1925 έλαβε και την άδεια δικηγορίας, διορισθείς αμέσως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, χωρίς όμως να κάνει αποδεκτό τον διορισμό του και να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ποτέ.
Το 1926 μετετέθη στο Τελωνείο Θεσσαλονίκης ένεκα υπηρεσιακών αναγκών. Εκεί από την υπερκόπωση και τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, προσλήφθηκε από παρατύφο και ελονοσία τον Ιούλιο του 1929. Εισήχθη στο Νοσοκομείο και από κακή χρήση ενέσεων στο πόδι, έπαθε φλεβίτιδα και αγκύλωση στο γόνατο. Του έγιναν τρεις υποχρεωτικές εγχειρήσεις και του χορηγήθηκε δίμηνη αναρρωτική άδεια, οπότε πήγε στο χωριό του.
Αργότερα, επέστρεψε στην υπηρεσία του και αμέσως αποσπάσθηκε στην Υπηρεσία Διώξεως Λαθρεμπορίου για δύο χρόνια, όπου και διακρίθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Στην Θεσσαλονίκη παρέμεινε μέχρι το 1938, οπότε και τοποθετήθηκε Διευθυντής αρχικά στο Β' Τελωνείο Πειραιά, στη συνέχεια Διευθυντής στο Ζ' Τελωνείο μέχρι και τον Ιανουάριο του 1960, οπότε και ανέλαβε την Γενική Διεύθυνση των Τελωνείων Ελλάδος.
Του έγινε τρεις φορές πρόταση να αναλάβει Υφυπουργείο και Υπουργείο Οικονομικών, αλλά δεν εδέχθη. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά και τούρκικα. Η μεγαλύτερη διάκρισή του ήταν η προσφορά του στην χρονίζουσα Αναθεώρηση Τελωνειακής & Δασμολογικής Εισαγωγής, επί τη βάσει της Δασμολογικής Ονοματολογίας των Βρυξελλών, οπότε και με δικές του προσπάθειες έγινε πραγματικότητα.
Όταν το 1940 η Ιταλία και η Γερμανία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, κατατάχθηκε και έφυγε για την πρώτη γραμμή, πολεμώντας στο Παρανέστι Δράμας, στο οχυρό Ρούπελ και τα σύνορα σαν Αξιωματικός του 7ου Συντάγματος Πεζικού. Είχε οργανώσει τη δική του ομάδα αντίστασης κατά των Γερμανών και φυγάδευε πολλούς πατριώτες που κινδύνευαν στη Μέση Ανατολή.
Η πολιτεία τον τίμησε:
- Με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, στις 25/3/1945 για την αντιστασιακή του δράση.
- Με τον Πολεμικό Σταυρό Γ' Τάξεως για ανδραγαθίες εν πολέμω, ως Αξ/κός του 71ου Συντ. Πεζικού κατά τον Ελληνο Γερμανικό πόλεμο την 18/12/1945.
- Με τον Αργυρό Σταυρό μετά Ξιφών του Τάγματος την 27/10/1947, για τη διάκρισή του στους αγώνες 1940-1941.
- Με Αναμνηστικό Μετάλλιο Εκστρατείας 1940-1941, ως Εφέδρου Αξ/κού του Πεζικού, σε Ήπειρο, Αλβανία, Θράκη, Μακεδονία και Κρήτη την 9/10/1950.
- Με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Γεωργίου του Α' στις 8/6/1958 για τις συνολικές του υπηρεσίες προς την πατρίδα.
- Με αντίστοιχα τιμητικά διπλώματα των παραπάνω μεταλλίων και πολλές τιμητικές διακρίσεις ως στελέχους των Ελληνικών Τελωνείων.
Οικογένεια[επεξεργασία]
Από του 1939 γνωρίσθηκε με την οικογένεια Ανδρεάδη και νυμφεύτηκε στις 14 Αυγούστου 1943 στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου στο Πεδίον του Άρεως, την Ελληνίδα πρόσφυγα εκ Κωνσταντινουπόλεως Κλειώ Αντωνίου Ανδρεάδη. Δεν απέκτησε παιδιά, αλλά αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του και στην οικογένειά του.
Την 13ην Δεκεμβρίου 1961, έπαθε καρδιακό νόσημα και διακομίσθηκε από περαστικούς στο Σταθμό Α' Βοηθειών. Έπειτα από λάθος διάγνωση εξάρθρωσης αριστερής ωμοπλάτης και αργοπορία διακόμισής του στο Λαϊκό Νοσοκομείο, απεβίωσε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Κηδεύτηκε στην Αθήνα και ετάφη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Μετά από πέντε έτη, τα οστά του μεταφέρθηκαν στον Κάτω Πλάτανο στον εκεί οικογενειακό τάφο.
This article "Αντώνιος Πορφύρης" is from Wikipedia. The list of its authors can be seen in its historical and/or the page Edithistory:Αντώνιος Πορφύρης. Articles copied from Draft Namespace on Wikipedia could be seen on the Draft Namespace of Wikipedia and not main one.